λιντσάρισμα

λιντσάρισμα
και λυντσάρισμα, το [λιντσάρω]
τρόπος άμεσης εκτέλεσης ατόμου από εξαγριωμένο πλήθος, χωρίς προηγούμενη νόμιμη διαδικασία, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ από τον δικαστή Τζ. Λυντς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιντσάρισμα — το, ατος (λ. αγγλ.), φόνος που πραγματοποιείται από εξαγριωμένο πλήθος: Δεν μπόρεσε να αποφύγει το λιντσάρισμα από το εξαγριωμένο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιντσάρω — και λυντσάρω θανατώνω με λιντσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Lynch, όν. Αμερικανού δικαστή ο οποίος πρώτος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή] …   Dictionary of Greek

  • λυντσάρισμα — το βλ. λιντσάρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”